πονηρολογια

πονηρολογια
    πονηρολογία
    πονηρο-λογία
    ἥ дурные речи, негодное обсуждение Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πονηρολογια" в других словарях:

  • πονηρολογία — πονηρολογίᾱ , πονηρολογία bad reasoning fem nom/voc/acc dual πονηρολογίᾱ , πονηρολογία bad reasoning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρολογία — ἡ, Α [πονηρολογῶ] το να λέει κανείς πονηρούς λόγους, η κακολογία …   Dictionary of Greek

  • πονηρολογίαν — πονηρολογίᾱν , πονηρολογία bad reasoning fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»